γουταπέρκα

γουταπέρκα
η
γαλακτώδης ουσία που παράγει το φυτό γούτα και μοιάζει με καουτσούκ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γουταπέρκα — Ρητινώδης ουσία που βρίσκεται στον χυμό διαφόρων τροπικών φυτών του γένους δίχοψις. Η ακατέργαστη γ. είναι μείγμα ρητινών και υδρογοναθράκων του τύπου (C5H8)x (πολυϊσοπρένιο). Η καθαρή γ. παρουσιάζει σύνταξη ανάλογη με εκείνη του καουτσούκ, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • γκολφ — Άθλημα ανοιχτού χώρου. Κατά τη διάρκειά του, κάθε παίκτης προσπαθεί να ρίξει την μπάλα με όσο το δυνατόν λιγότερα χτυπήματα, μέσα σε διαδοχικές τρύπες ενός κατάλληλα διαμορφωμένου γηπέδου.Κάθε παίκτης χτυπάει την μπάλα με κατάλληλα ρόπαλα… …   Dictionary of Greek

  • παλάκιο — (palaquium). Πρόκειται για το δέντρο που παράγει τη γουταπέρκα. Έχει ύψος περίπου 25 μ. με φύλλα απλά, δερματώδη, σκεπασμένα με χνούδι. Το γένος αριθμεί 60 είδη, που φυτρώνουν στα παρθένα, θερμά και υγρά δάση της χερσονήσου της Μαλαισίας, της… …   Dictionary of Greek

  • εκμαγείο — Κατασκεύασμα από εύπλαστο υλικό που στερεοποιείται, αφού πρώτα αποτυπωθεί πάνω σε αυτό η μορφή ενός στερεού σώματος· χρησιμοποιείται για την παρασκευή πιστού αντιτύπου ή αντιτύπων του σώματος αυτού. Λέγεται επίσης και μήτρα, τύποςκαλούπι. Η λέξη… …   Dictionary of Greek

  • θρυαλλίδα — Ταινιοειδές κατασκεύασμα από εύφλεκτες ου σίες, το οποίο προορίζεται να μεταδίδει σε απόσταση και σε έναν προκαθορισμένο χρόνο την έναυση σε εκρηκτικές γομώσεις. Το εύφλεκτο υλικό, που αποτελείται συνήθως από μαύρη πυρίτιδα, περιέχεται σε έναν… …   Dictionary of Greek

  • βαλάτα — (balata). Γένος φυτών της οικογένειας των σαπωτοειδών. Είναι δέντρα και θάμνοι και διακρίνονται για το γαλακτερό χυμό που περιέχεται σε όλα τα μέρη τους. Ο καρπός της β. είναι εδώδιμος. Υπάρχουν 30 είδη του φυτού αυτού, με κυριότερο τη β. τη… …   Dictionary of Greek

  • πολυμερή — Προϊόντα που προκύπτουν από την ένωση δύο ή περισσότερων μορίων μονομοριακών ενώσεων. Συνήθως η ένωση δύο, τριών ή τεσσάρων μορίων δηλώνεται, αντίστοιχα, με τους όρους «διμερή», «τριμερή», «τετραμερή» κλπ., ενώ η ονομασία πολυμερή (ακόμα και… …   Dictionary of Greek

  • ρητίνες — Οργανικές ουσίες, στερεές ή ημιστερεές, με διάφορη σύνθεση, οι οποίες χαρακτηρίζονται κυρίως από μια τυπική υαλώδη μορφή και συχνά είναι διαφανείς. Οι φυσικές ρ. προέρχονται από τον φυτικό κόσμο και εξάγονται από διάφορα δέντρα μαζί με τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”